- φολικός
- -ή, -ό, Νφρ. «φολικό οξύ»(βιοχ.)1. χημική ένωση που ανήκει στις υδατοδιαλυτές βιταμίνες τού συμπλέγματος Β, αλλ. φυλλικό οξύ ή φολακίνη2. γενική ονομασία τής οικογένειας τών πτεροϊκών οξέων και τών αλάτων τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. folic (acid) < λατ. folium «φύλλο», λόγω τού ότι βρίσκεται στα πράσινα φύλλα].
Dictionary of Greek. 2013.